ἄθηρον

ἄθηρον
ἄθηρος
without wild beasts
masc/fem acc sg
ἄθηρος
without wild beasts
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άθηρος — ἄθηρος, ον (Α) [θηρ] 1. (για τόπους) ο δίχως άγρια θηρία ή δίχως κυνήγι 2. φρ. «ἄθηρος ἡμέρα», άπρακτος, ανωφελής 3. αυτός που απομακρύνει, απωθεί επιζήμια ζώα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄθηρον το να είναι κανείς απρόσβλητος από κυνήγι ή απρόσφορος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”